- επιμερισμός
- οδιαίρεση, διανομή, μοίρασμα, ξεχώρισμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἐπιμερισμός — distribution masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιμερισμός — ο (AM ἐπιμερισμός) [επιμερίζω] μερισμός, μοίρασμα αρχ. 1. τεχνολογία, γραμματική αναγνώριση λέξεων 2. αρίθμηση συλλαβών που έχουν την ίδια προφορά αλλά γράφονται με διαφορετικά φωνήεντα … Dictionary of Greek
ἐπιμερισμοῖς — ἐπιμερισμός distribution masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμερισμοί — ἐπιμερισμός distribution masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμερισμοῦ — ἐπιμερισμός distribution masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμερισμούς — ἐπιμερισμός distribution masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμερισμῶν — ἐπιμερισμός distribution masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμερισμῷ — ἐπιμερισμός distribution masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμερισμόν — ἐπιμερισμός distribution masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδίκη — Η κύρωση ή η υποχρέωση που επιβάλλει το δικαστήριο κατά την άσκηση της δικαιοδοτικής του λειτουργίας ως τιμωρία για την παράβαση κάποιου νομικού κανόνα, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση ή κρίνοντας μια διαφορά στο αστικό δίκαιο. Ειδικότερα, κ.… … Dictionary of Greek